- ἐφημοσύνα
- ἐφημοςῠνα1 precept
ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν P. 6.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν P. 6.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐφημοσύνᾳ — ἐφημοσύναι , ἐφημοσύνη command fem nom/voc pl ἐφημοσύνᾱͅ , ἐφημοσύνη command fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημοσύναν — ἐφημοσύνᾱν , ἐφημοσύνη command fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)